Aller au contenu

γερμανικός ποιμενικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Composé de γερμανικός, germanikós (« allemand ») et de ποιμενικός, pimenikós (« pastoral, de berger »).

Locution nominale

[modifier le wikicode]
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  γερμανικός ποιμενικός οι  γερμανικοί ποιμενικοί
Génitif του  γερμανικού ποιμενικού των  γερμανικών ποιμενικών
Accusatif το(ν)  γερμανικό ποιμενικό τους  γερμανικούς ποιμενικούς
Vocatif γερμανικέ ποιμενικέ γερμανικοί ποιμενικοί
Γερμανικός ποιμενικός

γερμανικός ποιμενικός, germanikós pimenikós \ʝɛɾ.ma.ni.ˈkɔs pi.mɛ.ni.ˈkɔs\ masculin

  1. (Cynologie) Berger allemand.