Aller au contenu

γατόψαρο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Composé de γάτα (« chat ») et de ψάρι (« poisson »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  γατόψαρο τα  γατόψαρα
Génitif του  γατόψαρου των  γατόψαρων
Accusatif το  γατόψαρο τα  γατόψαρα
Vocatif γατόψαρο γατόψαρα

γατόψαρο, gatópsaro \Prononciation ?\ neutre

  1. (Ichtyologie) Silure.