Aller au contenu

γέμιση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Déverbal de γεμίζω, yemízo (« farcir »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  γέμιση οι  γεμίσεις
Génitif της  γέμισης
γεμίσεως
των  γεμίσεων
Accusatif τη(ν)  γέμιση τις  γεμίσεις
Vocatif γέμιση γεμίσεις

γέμιση, yémisi \ˈʝe.mi.si\ féminin

  1. (Cuisine) Farce.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (γέμιση)