Aller au contenu

βιογραφία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien βιογραφία, biographía.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  βιογραφία οι  βιογραφίες
Génitif της  βιογραφίας των  βιογραφιών
Accusatif τη(ν)  βιογραφία τις  βιογραφίες
Vocatif βιογραφία βιογραφίες

βιογραφία (viografía) \vi.ɔ.ɣɾa.ˈfi.a\ féminin

  1. Biographie.
Mot composé de βίος, bíos (« vie ») et de γραφία, graphía (« écriture »).  Référence nécessaire
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif βιογραφία αἱ βιογραφιαι τὼ βιογραφία
Vocatif βιογραφία βιογραφιαι βιογραφία
Accusatif τὴν βιογραφίαν τὰς βιογραφίας τὼ βιογραφία
Génitif τῆς βιογραφίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν βιογραφίαιν
Datif τῇ βιογραφί ταῖς βιογραφίαις τοῖν βιογραφίαιν

βιογραφία, biographía féminin

  1. Biographie.

Références

[modifier le wikicode]
  • Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon.