Aller au contenu

βιβλιοθήκη

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien βιβλιοθήκη, bibliothếkê.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  βιβλιοθήκη οι  βιβλιοθήκες
Génitif της  βιβλιοθήκης των  βιβλιοθηκών
Accusatif τη(ν)  βιβλιοθήκη τις  βιβλιοθήκες
Vocatif βιβλιοθήκη βιβλιοθήκες

βιβλιοθήκη, vivliothíki \vi.vli.ɔ.ˈθi.ci\ féminin

  1. (Mobilier) Bibliothèque.
  2. (Urbanisme) Bibliothèque.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (βιβλιοθήκη)
De βιβλίον, biblíon (« livre ») et de θήκη, thếkê (« coffre »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif βιβλιοθήκη αἱ βιβλιοθῆκαι τὼ βιβλιοθήκα
Vocatif βιβλιοθήκη βιβλιοθῆκαι βιβλιοθήκα
Accusatif τὴν βιβλιοθήκην τὰς βιβλιοθήκας τὼ βιβλιοθήκα
Génitif τῆς βιβλιοθήκης τῶν βιβλιοθηκῶν τοῖν βιβλιοθήκαιν
Datif τῇ βιβλιοθήκ ταῖς βιβλιοθήκαις τοῖν βιβλιοθήκαιν

βιβλιοθήκη, bibliothếkê *\bi.bli.o.ˈtʰɛː.kɛː\ féminin

  1. Bibliothèque, coffre à livres, à papiers.