αυτονομιστής
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du français autonomiste ; voir αυτονομία.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | αυτονομιστής | οι | αυτονομιστές |
Génitif | του | αυτονομιστή | των | αυτονομιστών |
Accusatif | τον | αυτονομιστή | τους | αυτονομιστές |
Vocatif | αυτονομιστή | αυτονομιστές |
αυτονομιστής, aftonomistís \Prononciation ?\ masculin
- Partisan de l’autonomie, autonomiste.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)