Aller au contenu

αυτοκίνητο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien αὐτοκίνητος, autokínêtos.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  αυτοκίνητο τα  αυτοκίνητα
Génitif του  αυτοκινήτου των  αυτοκινήτων
Accusatif το  αυτοκίνητο τα  αυτοκίνητα
Vocatif αυτοκίνητο αυτοκίνητα
Αυτοκίνητο

αυτοκίνητο (avtokínito) \af.tɔ.ˈci.ni.tɔ\ neutre

  1. Voiture, automobile.