αποσύρω
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien ἀποσύρω, aposúrô.
Verbe
[modifier le wikicode]αποσύρω (aposíro) \Prononciation ?\
- Retirer.
- Στέλνει επιστολή στον πρωθυπουργό και στον υπουργό Δικαιοσύνης να αποσύρουν το νομοσχέδιο. — (Η Αυγή, 24 janvier 2014)
- Il a envoyé une lettre au premier ministre et au ministre de la Justice pour qu'ils retirent le projet de loi.
- Στέλνει επιστολή στον πρωθυπουργό και στον υπουργό Δικαιοσύνης να αποσύρουν το νομοσχέδιο. — (Η Αυγή, 24 janvier 2014)
Dérivés
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αποσύρω)