απλώνω
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Verbe
[modifier le wikicode]απλώνω, aplono \Prononciation ?\ (voir la conjugaison)
- Étaler.
- Άπλωσε τα χαρτιά του στο τραπέζι.
- Il a étalé ses papiers sur la table.
- Άπλωσε τα χαρτιά του στο τραπέζι.
- Tendre.
- Αρκεί να απλώσει το χέρι του και πιάνει το ταβάνι!
- Il lui suffit de tendre le bras pour toucher le plafond !
- Αρκεί να απλώσει το χέρι του και πιάνει το ταβάνι!
- Étendre.
- Η νοικοκυρά απλώνει τα ρούχα.
- La ménagère tend le linge.
- Η νοικοκυρά απλώνει τα ρούχα.
Dérivés
[modifier le wikicode]- ξαπλώνω (« coucher »)