Aller au contenu

απελευθέρωση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien ἀπελευθέρωσις, apeleuthérôsis (« émancipation ») ; voir απελευθερώνω.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  απελευθέρωση οι  απελευθερώσεις
Génitif της  απελευθέρωσης
απελευθερώσεως
των  απελευθερώσεων
Accusatif τη(ν)  απελευθέρωση τις  απελευθερώσεις
Vocatif απελευθέρωση απελευθερώσεις

απελευθέρωση, apelefthérosi \Prononciation ?\ féminin

  1. Libération.
  2. Libéralisation.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (απελευθέρωση)