αντίχειρας
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec byzantin ἀντίχειρ, composé de ἀντί, antí et de χείρ, kheír (« main »), littéralement « [doigt] qui s’oppose à la main » ; en grec ancien ὁ μέγας δάκτυλος (« le gros doigt ») et encore appelé το μεγάλο δάχτυλο en grec moderne.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | αντίχειρας | οι | αντίχειρες |
Génitif | του | αντίχειρα | των | αντιχείρων |
Accusatif | τον | αντίχειρα | τους | αντίχειρες |
Vocatif | αντίχειρα | αντίχειρες |
αντίχειρας, andíchiras \anˈdi.çi.ɾas\ masculin
- (Anatomie) Pouce.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Vocabulaire apparenté par le sens
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αντίχειρας)