Aller au contenu

ανορεξία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien ἀνορεξία, anorexía.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ανορεξία οι  ανορεξίες
Génitif της  ανορεξίας των  ανορεξιών
Accusatif τη(ν)  ανορεξία τις  ανορεξίες
Vocatif ανορεξία ανορεξίες

ανορεξία (anorexía) \a.nɔ.ɾɛ.ˈksi.a\ féminin

  1. Anorexie