αναχωρώ
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien ἀναχωρέω, anakhôréô (« s’en aller »).
Verbe
[modifier le wikicode]αναχωρώ, anakhoró \Prononciation ?\
- Partir, s’en aller.
- Aναχωρούμε αύριο το πρωί για το εξωτερικό.
Dérivés
[modifier le wikicode]- αναχώρηση (« départ »)
- αναχωρητής
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αναχωρώ)