Aller au contenu

αναφλεκτήρας

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De αναφλέγω (« allumer »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  αναφλεκτήρας οι  αναφλεκτήρες
Génitif του  αναφλεκτήρα των  αναφλεκτήρων
Accusatif τον  αναφλεκτήρα τους  αναφλεκτήρες
Vocatif αναφλεκτήρα αναφλεκτήρες
Αναφλεκτήρας.

αναφλεκτήρας, anaflektíras \Prononciation ?\ masculin

  1. (Automobile) Bougie d’allumage.