ανακεφαλαιοποίηση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Composé de κεφαλαιοποιώ (« capitaliser »), ανα- et -ση.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ανακεφαλαιοποίηση | οι | ανακεφαλαιοποιήσεις |
Génitif | της | ανακεφαλαιοποίησης ανακεφαλαιοποιήσεως |
των | ανακεφαλαιοποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | ανακεφαλαιοποίηση | τις | ανακεφαλαιοποιήσεις |
Vocatif | ανακεφαλαιοποίηση | ανακεφαλαιοποιήσεις |
ανακεφαλαιοποίηση anakefaleopíisi \anakefaleɔˈpiisi\ féminin
- Recapitalisation (augmentation du capital d'une société, notamment pour en éviter la faillite).
Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Dictionnaire multilingue des mots nouveaux, Parlement européen, Direction générale de la traduction, 2019, ISBN 978-92-846-4737-8, page 12