Aller au contenu

αλεξίπτωτο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du préfixe αλεξι- (alexi-) (para-) et de l'adjectif πτωτός (ptotós) ().
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  αλεξίπτωτο τα  αλεξίπτωτα
Génitif του  αλεξίπτωτου των  αλεξίπτωτων
Accusatif το  αλεξίπτωτο τα  αλεξίπτωτα
Vocatif αλεξίπτωτο αλεξίπτωτα

αλεξίπτωτο (alexíptoto) \a.lɛ.ˈksi.ptɔ.tɔ\ neutre

  1. Parachute.