Aller au contenu

ακτοφυλακή

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Voir ακτοφύλακας.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ακτοφυλακή οι  ακτοφυλακές
Génitif της  ακτοφυλακής των  ακτοφυλακών
Accusatif τη(ν)  ακτοφυλακή τις  ακτοφυλακές
Vocatif ακτοφυλακή ακτοφυλακές

ακτοφυλακή, aktofilakí \Prononciation ?\ féminin

  1. (Marine) Garde côtière (organisation responsable de la police et la sécurité en mer).

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ακτοφυλακή)