ακτιβίστρια
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Féminin de ακτιβιστής.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ακτιβίστρια | οι | ακτιβίστριες |
Génitif | της | ακτιβίστριας | των | ακτιβιστριών |
Accusatif | τη(ν) | ακτιβίστρια | τις | ακτιβίστριες |
Vocatif | ακτιβίστρια | ακτιβίστριες |
ακτιβίστρια aktivístria \Prononciation ?\ féminin (pour un homme, on dit : ακτιβιστής)
- Activiste, militante.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)