Aller au contenu

αίσθηση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien αἴσθησις, aísthêsis.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αίσθηση οι  αισθήσεις
Génitif της  αίσθησης
αισθήσεως
των  αισθήσεων
Accusatif τη(ν)  αίσθηση τις  αισθήσεις
Vocatif αίσθηση αισθήσεις

αίσθηση (ésthisi) \ˈɛs.θi.si\ féminin

  1. Sens, sensation.
    • Η αίσθηση της ακοής.
      Le sens d'ouïe.
    • To νέo βιβλίο προκάλεσε αίσθηση.
      Le nouveau livre a fait sensation.
    • Χάνω τις αισθήσεις μου: s’évanouir, devenir soudainement inconscient.