Aller au contenu

ίνδαλμα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien ἴνδαλμα, índalma.

ίνδαλμα, índalma \Prononciation ?\ neutre

  1. Idole.
    • αυτός ο μουσικός της ροκ ήταν το ίνδαλμα της νεολαίας τη δεκαετία του '60

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ίνδαλμα)