Aller au contenu

έμφραγμα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien ἔμφραγμα, émphragma.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  έμφραγμα τα  εμφράγματα
Génitif του  εμφράγματος των  εμφραγμάτων
Accusatif το  έμφραγμα τα  εμφράγματα
Vocatif έμφραγμα εμφράγματα

έμφραγμα (émfragma) \ˈɛɱ.fɾa.ɣma\

  1. (Médecine) Infarctus.