Aller au contenu

άμφιο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien ἄμφιον, ámphion (« vêtement »).

άμφιο, amfio \Prononciation ?\ neutre

  1. (Habillement) Robe en tant que vêtement religieux.
    • Τα ιερατικά άμφια είναι τα ενδύματα που χρησιμοποιούνται από τους κληρικούς κατά τη Θεία Λειτουργία καθώς και σε άλλες ακολουθίες και εκκλησιαστικές τελετές. — (Άμφια sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec) )

Apparentés étymologiques

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (άμφιο)