Aller au contenu

Κωνσταντίνος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien Κωνσταντῖνος, Kōnstantînos.

Κωνσταντίνος, Konstandínos \kon.stanˈdi.nos\ masculin

  1. Constantin.
    • Ο Κωνσταντίνος είδε σε όραμα το σημείο του Σταυρού με τη φράση ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ.
      La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)