Aller au contenu

Αίσωπος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Voir aussi : Αἴσωπος
Du grec ancien Αἴσωπος, Aísōpos.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  Αίσωπος οι 
Génitif του  Αισώπου των 
Accusatif το(ν)  Αίσωπο τους 
Vocatif Αίσωπε
Αγαλμα που παριστάνει τον Αίσωπο, ελληνιστικών χρόνων, σε ιταλική συλλογή (Villa Albani), στη Ρώμη (Statue représentant Ésope, période hellénistique, collection italienne (Villa Albani) près de Rome)

Αίσωπος, Ésopos \ˈe.so.pos\ masculin

  1. Ésope (fabuliste grec).
    • από μύθο του Αισώπου
      (Tiré) d’une fable d’Ésope.
    • πολλές παροιμιώδεις φράσεις πήγασαν από ιστορίες του Αισώπου
      Plusieurs proverbes proviennent de fables d’Ésope.