Aller au contenu

Conjugaison:grec ancien/στεγοποιέω

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.

Conjugaison du verbe contracte στεγοποιέω


Voix active

Voix active
Temps Mode Indicatif Impératif Subjonctif Optatif Infinitif Participe
Temps principaux Temps secondaires
Présent
et
imparfait
1S στεγοποι στεγοποίουν στεγοποι στεγοποιοίην στεγοποιεῖν M. στεγοποιῶν
2S στεγοποιεῖς στεγοποίεις στεγοποίει στεγοποιῇς στεγοποιοίης στεγοποιοῦντος
3S στεγοποιεῖ στεγοποίει στεγοποιείτω στεγοποι στεγοποιοίη
1P στεγοποιοῦμεν στεγοποιοῦμεν στεγοποιῶμεν στεγοποιοῖμεν F. στεγοποιοῦσα
2P στεγοποιεῖτε στεγοποιεῖτε στεγοποιεῖτε στεγοποιῆτε στεγοποιοῖτε στεγοποιούσης
3P στεγοποιοῦσι(ν) στεγοποίουν στεγοποιούντων στεγοποιῶσι(ν) στεγοποιοῖεν
2D στεγοποιεῖτον στεγοποιείτην στεγοποιεῖτον στεγοποιῆτον στεγοποιοίτην N. στεγοποιοῦν
3D στεγοποιεῖτον στεγοποιείτην στεγοποιείτων στεγοποιῆτον στεγοποιοίτην στεγοποιοῦντος
Futur 1S στεγοποιήσω στεγοποιήσοιμι στεγοποιήσειν M. στεγοποιήσων
2S στεγοποιήσεις στεγοποιήσοις στεγοποιήσοντος
3S στεγοποιήσει στεγοποιήσοι
1P στεγοποιήσομεν στεγοποιήσοιμεν F. στεγοποιήσουσα
2P στεγοποιήσετε στεγοποιήσοιτε στεγοποιησούσης
3P στεγοποιήσουσι(ν) στεγοποιήσοιεν
2D στεγοποιήσετον στεγοποιησοίτην N. στεγοποιήσον
3D στεγοποιήσετον στεγοποιησοίτην στεγοποιήσοντος
Aoriste 1S στεγοποίησα στεγοποιήσω στεγοποιήσαιμι στεγοποιήσαι M. στεγοποιήσας
2S στεγοποίησας στεγοποίησον στεγοποιήσῃς στεγοποιήσειας στεγοποιήσαντος
3S στεγοποίησε(ν) στεγοποιησάτω στεγοποιήσῃ στεγοποιήσειε
1P στεγοποιήσαμεν στεγοποιήσωμεν στεγοποιήσαιμεν F. στεγοποιήσασα
2P στεγοποιήσατε στεγοποιήσατε στεγοποιήσητε στεγοποιήσαιτε στεγοποιησάσης
3P στεγοποίησαν στεγοποιησάντων στεγοποιήσωσι(ν) στεγοποιήσειαν
2D στεγοποιησάτην στεγοποιήσατον στεγοποιήσητον στεγοποιησαίτην N. στεγοποιήσαν
3D στεγοποιησάτην στεγοποιησάντων στεγοποιήσητον στεγοποιησαίτην στεγοποιήσαντος
Parfait
et
plus-que-parfait
1S πεστεγοποίηϰα ἐπεστεγοποιήϰειν ou -ϰη πεστεγοποιήϰω πεστεγοποιήϰοιμι πεστεγοποιηϰέναι M. πεστεγοποιηϰώς
2S πεστεγοποίηϰας ἐπεστεγοποιήϰεις ou -ϰης πεστεγοποιήϰῃς πεστεγοποιήϰοις πεστεγοποιηϰότος
3S πεστεγοποίηϰε(ν) ἐπεστεγοποιήϰει(ν) πεστεγοποιήϰῃ πεστεγοποιήϰοι
1P πεστεγοποιήϰαμεν ἐπεστεγοποιήϰειμεν πεστεγοποιήϰωμεν πεστεγοποιήϰοιμεν F. πεστεγοποιηϰυῖα
2P πεστεγοποιήϰατε ἐπεστεγοποιήϰειτε πεστεγοποιήϰητε πεστεγοποιήϰοιτε πεστεγοποιηϰυίας
3P πεστεγοποιήϰασι(ν) ἐπεστεγοποιήϰεισαν (-ϰεισαν) πεστεγοποιήϰωσι(ν) πεστεγοποιήϰοιεν
2D πεστεγοποιήϰατον ἐπεστεγοποιηϰείτην πεστεγοποιήϰητον πεστεγοποιηϰοίτην N. πεστεγοποιηϰός
3D πεστεγοποιήϰατον ἐπεστεγοποιηϰείτην πεστεγοποιήϰητον πεστεγοποιηϰοίτην πεστεγοποιηϰότος


Voix passive

Voix passive
Temps Mode Indicatif Impératif Subjonctif Optatif Infinitif Participe
Temps principaux Temps secondaires
Présent
et
imparfait
1S στεγοποιοῦμαι στεγοποιούμην στεγοποιῶμαι στεγοποιοίμην στεγοποιεῖσθαι M. στεγοποιούμενος
2S στεγοποιεῖ στεγοποιοῦ στεγοποιοῦ στεγοποι στεγοποιοῖο στεγοποιουμένου
3S στεγοποιεῖται στεγοποιεῖτο στεγοποιείσθω στεγοποιῆται στεγοποιοῖτο
1P στεγοποιούμεθα στεγοποιούμεθα στεγοποιώμεθα στεγοποιοίμεθα F. στεγοποιουμένη
2P στεγοποιεῖσθε στεγοποιεῖσθε στεγοποιεῖσθε στεγοποιῆσθε στεγοποιοῖσθε στεγοποιουμένης
3P στεγοποιοῦνται στεγοποιοῦντο στεγοποιείσθων στεγοποιῶνται στεγοποιοῖντο
2D στεγοποιεῖσθον στεγοποιείσθην στεγοποιεῖσθον στεγοποιῆσθον στεγοποιοίσθην N. στεγοποιούμενον
3D στεγοποιεῖσθον στεγοποιείσθην στεγοποιείσθων στεγοποιῆσθον στεγοποιοίσθην στεγοποιουμένου
Futur 1S στεγοποιηθήσομαι στεγοποιηθησοίμην στεγοποιηθήσεσθαι M. στεγοποιηθησόμενος
2S στεγοποιηθήσει στεγοποιηθήσοιο στεγοποιηθησομένου
3S στεγοποιηθήσεται στεγοποιηθήσοιτο
1P στεγοποιηθησόμεθα στεγοποιηθησοίμεθα F. στεγοποιηθησομένη
2P στεγοποιηθήσεσθε στεγοποιηθήσοισθε στεγοποιηθησομένης
3P στεγοποιηθήσονται στεγοποιηθήσοιντο
2D στεγοποιηθήσεσθον στεγοποιηθησοίσθην N. στεγοποιηθησόμενον
3D στεγοποιηθήσεσθον στεγοποιηθησοίσθην στεγοποιηθησομένου
Aoriste 1S στεγοποιήθην στεγοποιηθῶ στεγοποιηθείην στεγοποιηθῆναι M. στεγοποιηθείς
2S στεγοποιήθης στεγοποιήθητι στεγοποιηθῇς στεγοποιηθείης στεγοποιηθέντος
3S στεγοποιήθη στεγοποιηθήτω στεγοποιηθῇ στεγοποιησείη
1P στεγοποιήθημεν στεγοποιηθῶμεν στεγοποιηθεῖμεν F. στεγοποιηθεῖσα
2P στεγοποιήθητε στεγοποιήθητε στεγοποιηθῆτε στεγοποιηθεῖτε στεγοποιηθεῖσης
3P στεγοποιήθησαν στεγοποιηθέντων στεγοποιηθῶσι στεγοποιηθεῖεν
2D στεγοποιηθήτην στεγοποιήθητον στεγοποιηθῆτον στεγοποιηθείτην N. στεγοποιηθέν
3D στεγοποιηθήτην στεγοποιηθήτων στεγοποιηθῆτον στεγοποιηθείτην στεγοποιηθέντος
Parfait
et
plus-que-parfait
1S πεστεγοποίημαι στεγοποιήμην πεστεγοποιημένος πεστεγοποιημένος εἴην πεστεγοποιήσθαι M. πεστεγοποιημένος
2S πεστεγοποίησαι στεγοποίησο πεστεγοποίησο πεστεγοποιημένος ᾔς πεστεγοποιημένος εἴης πεστεγοποιημένου
3S πεστεγοποίηται στεγοποίητο πεστεγοποιήσθω πεστεγοποιημένος πεστεγοποιημένος εἴη
1P πεστεγοποιήμεθα στεγοποιήμεθα πεστεγοποιημένοι ὦμεν πεστεγοποιημένοι εἴμεν F. πεστεγοποιημένη
2P πεστεγοποίησθε στεγοποίησθε πεστεγοποίησθε πεστεγοποιημένοι ἦτε πεστεγοποιημένοι εἴτε πεστεγοποιημένης
3P πεστεγοποίηνται στεγοποίηντο πεστεγοποιήσθων πεστεγοποιημένοι ὦσι(ν) πεστεγοποιημένοι εἴεν
2D πεστεγοποίησθον στεγοποιήσθην πεστεγοποίησθον πεστεγοποιημένω ἦτον πεστεγοποιημένω εἴτην N. πεστεγοποιημένον
3D πεστεγοποίησθον στεγοποιήσθην πεστεγοποιήσθων πεστεγοποιημένω ἦτον πεστεγοποιημένω εἴτην πεστεγοποιημένου
Futur
ANTERIEUR
1S πεστεγοποιήσομαι πεστεγοποιησοίμην πεστεγοποιήσεσθαι M. πεστεγοποιησομένος
2S πεστεγοποιήσει πεστεγοποιήσοιο πεστεγοποιησομένου
3S πεστεγοποιήσεται πεστεγοποιήσοιτο
1P πεστεγοποιησόμεθα πεστεγοποιησοίμεθα πεστεγοποιησομένη
2P πεστεγοποιήσεσθε πεστεγοποιήσοισθε πεστεγοποιησομένης
3P πεστεγοποιήσονται πεστεγοποιήσοιντο
2D πεστεγοποιήσεσθον πεστεγοποιησοίσθην πεστεγοποιησόμενον
3D πεστεγοποιήσεσθον πεστεγοποιησοίσθην πεστεγοποιησομένου


Voix moyenne

Voix moyenne
Temps Mode Indicatif Impératif Subjonctif Optatif Infinitif Participe
Temps principaux Temps secondaires
Présent
et
imparfait
1S στεγοποιοῦμαι στεγοποιούμην στεγοποιῶμαι στεγοποιοίμην στεγοποιεῖσθαι M. στεγοποιούμενος
2S στεγοποιεῖ στεγοποιοῦ στεγοποιοῦ στεγοποι στεγοποιοῖο στεγοποιουμένου
3S στεγοποιεῖται στεγοποιεῖτο στεγοποιείσθω στεγοποιῆται στεγοποιοῖτο
1P στεγοποιούμεθα στεγοποιούμεθα στεγοποιώμεθα στεγοποιοίμεθα F. στεγοποιουμένη
2P στεγοποιεῖσθε στεγοποιεῖσθε στεγοποιεῖσθε στεγοποιῆσθε στεγοποιοῖσθε στεγοποιουμένης
3P στεγοποιοῦνται στεγοποιοῦντο στεγοποιείσθων στεγοποιῶνται στεγοποιοῖντο
2D στεγοποιεῖσθον στεγοποιείσθην στεγοποιεῖσθον στεγοποιῆσθον στεγοποιοίσθην N. στεγοποιούμενον
3D στεγοποιεῖσθον στεγοποιείσθην στεγοποιείσθων στεγοποιῆσθον στεγοποιοίσθην στεγοποιουμένου
Futur 1S στεγοποιήσομαι στεγοποιησοίμην στεγοποιήσεσθαι M. στεγοποιησόμενος
2S στεγοποιήσει (στεγοποιήσῃ)} στεγοποιήσοιο στεγοποιησομένου
3S στεγοποιήσεται στεγοποιήσοιτο
1P στεγοποιησόμεθα στεγοποιησοίμεθα F. στεγοποιησομένη
2P στεγοποιήσεσθε στεγοποιήσοισθε στεγοποιησομένης
3P στεγοποιήσονται στεγοποιήσοιντο
2D στεγοποιήσεσθον στεγοποιησοίσθην N. στεγοποιησόμενον
3D στεγοποιήσεσθον στεγοποιησοίσθην στεγοποιησομένου
Aoriste 1S στεγοποιησάμην στεγοποιήσωμαι στεγοποιησαίμην στεγοποιήσασθαι M. στεγοποιησάμενος
2S στεγοποιήσω στεγοποιήσαι στεγοποιησῇ στεγοποιήσαιο στεγοποιησαμένου
3S στεγοποιήσατο στεγοποιησάσθω στεγοποιήσηται στεγοποιήσαιτο
1P στεγοποιησάμεθα στεγοποιησώμεθα στεγοποιησαίμεθα F. στεγοποιησαμένη
2P στεγοποιήσασθε στεγοποιήσασθε στεγοποιήσησθε στεγοποιήσαισθε στεγοποιησαμέμης
3P στεγοποιήσαντο στεγοποιησάσθων στεγοποιήσωνται στεγοποιήσαιντο
2D στεγοποιησάσθην στεγοποιήσασθον στεγοποιήσησθον στεγοποιησαίθην N. στεγοποιησάμενον
3D στεγοποιησάσθην στεγοποιησάσθων στεγοποιήσησθον στεγοποιησαίθην στεγοποιησαμένου
Parfait
et
plus-que-parfait
1S πεστεγοποίημαι ἐπεστεγοποιήμην πεστεγοποιημένος πεστεγοποιημένος εἴην πεστεγοποιήσθαι M. πεστεγοποιημένος
2S πεστεγοποίησαι ἐπεστεγοποίησο πεστεγοποίησο πεστεγοποιημένος ᾔς πεστεγοποιημένος εἴης πεστεγοποιημένου
3S πεστεγοποίηται ἐπεστεγοποίητο πεστεγοποιήσθω πεστεγοποιημένος πεστεγοποιημένος εἴη
1P πεστεγοποιήμεθα ἐπεστεγοποιήμεθα πεστεγοποιημένοι ὦμεν πεστεγοποιημένοι εἴμεν F. πεστεγοποιημένη
2P πεστεγοποίησθε ἐπεστεγοποίησθε πεστεγοποίησθε πεστεγοποιημένοι ἦτε πεστεγοποιημένοι εἴτε πεστεγοποιημένης
3P πεστεγοποίηνται ἐπεστεγοποίηντο πεστεγοποιήσθων πεστεγοποιημένοι ὦσι(ν) πεστεγοποιημένοι εἴεν
2D πεστεγοποίησθον ἐπεστεγοποιήσθην πεστεγοποίησθον πεστεγοποιημένω ἦτον πεστεγοποιημένω εἴτην N. πεστεγοποιημένον
3D πεστεγοποίησθον ἐπεστεγοποιήσθην πεστεγοποιήσθων πεστεγοποιημένω ἦτον πεστεγοποιημένω εἴτην πεστεγοποιημένου