Aller au contenu

Conjugaison:grec ancien/γνωρίζω

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.

Conjugaison du verbe γνωρίζω



Voix active

Voix active
Temps Mode Indicatif Impératif Subjonctif Optatif Infinitif Participe
Temps principaux Temps secondaires
Présent
et
imparfait
1S γνωρίζω γνώριζον γνωρίζω γνωρίζοιμι γνωρίζειν M. γνωρίζων
2S γνωρίζεις γνώριζες γνορῖζε γνωρίζῃς γνωρίζοις γνωρίζοντος
3S γνωρίζει γνώριζε(ν) γνωριζέτω γνωρίζ γνωρίζοι
1P γνωρίζομεν γνωρίζομεν γνωρίζωμεν γνωρίζοιμεν F. γνωρίζουσα
2P γνωρίζετε γνωρίζετε γνωρίζετε γνωρίζητε γνωρίζοιτε γνωριζούσης
3P γνωρίζουσι(ν) γνώριζον γνωριζόντων γνωρίζωσι(ν) γνωρίζοιεν
2D γνωρίζετον γνωριζέτην γνωρίζετον γνωρίζητον γνωριζοίτην N. γνορῖζον
3D γνωρίζετον γνωριζέτην γνωριζέτων γνωρίζητον γνωριζοίτην γνωρίζοντος
FUTUR 1S γνωρίσω γνωρίσοιμι γνωρίσειν M. γνωρίσων
2S γνωρίσεις γνωρίσοις γνωρίσοντος
3S γνωρίσει γνωρίσοι
1P γνωρίσομεν γνωρίσοιμεν F. γνωρίσουσα
2P γνωρίσετε γνωρίσοιτε γνωρισούσης
3P γνωρίσουσι(ν) γνωρίσοιεν
2D γνωρίσετον γνωρισοίτην N. {{{fut3}}}σον
3D γνωρίσετον γνωρισοίτην γνωρίσοντος
Aoriste 1S γνώρισα γνωρίσω γνωρίσαιμι γνωρῖσαι M. γνωρίσας
2S γνώρισας γνωρῖσον γνωρίσῃς γνωρίσειας γνωρίσαντος
3S γνώρισε(ν) γνωρισάτω γνωρίσῃ γνωρίσειε
1P γνωρίσαμεν γνωρίσωμεν γνωρίσαιμεν F. γνωρίσασα
2P γνωρίσατε γνωρίσατε γνωρίσητε γνωρίσαιτε γνωρισάσης
3P γνώρισαν γνωρισάντων γνωρίσωσι(ν) γνωρίσειαν
2D γνωρισάτην γνωρίσατον γνωρίσητον γνωρισαίτην N. γνωρῖσαν
3D γνωρισάτην γνωρισάντων γνωρίσητον γνωρισαίτην γνωρίσαντος
Parfait
et
plus-que-parfait
1S γνώριϰα γνωρίϰειν ou -ϰη γνωρίϰω γνωρίϰοιμι γνωριϰέναι M, γνωριϰώς
2S γνώριϰας γνωρίϰεις ou -ϰης γνωρίϰῃς γνωρίϰοις M, γνωριϰότος
3S γνώριϰε(ν) γνωρίϰει(ν) γνωρίϰῃ γνωρίϰοι
1P γνωρίϰαμεν γνωρίϰειμεν γνωρίϰωμεν γνωρίϰοιμεν F. γνωριϰυῖα
2P γνωρίϰατε γνωρίϰειτε γνωρίϰητε γνωρίϰοιτε γνωριϰυίας
3P γνωρίϰασι(ν) γνωρίϰεισαν (-ϰεισαν) γνωρίϰωσι(ν) γνωρίϰοιεν
2D γνωρίϰατον γνωριϰείτην γνωρίϰητον γνωριϰοίτην N. γνωριϰός
3D γνωρίϰατον γνωριϰείτην γνωρίϰητον γνωριϰοίτην γνωριϰότος
note

La forme attique préconise un futur contracte : γνοριῶ

Voix passive

Voix passive
Temps Mode Indicatif Impératif Subjonctif Optatif Infinitif Participe
Temps principaux Temps secondaires
Présent
et
imparfait
1S γνωρίζομαι γνώριζόμην γνωρίζωμαι γνώριζοίμην γνωρίζεσθαι M. γνώριζόμενος
2S γνωρίζει γνωρίζου γνωρίζου γνωρίζ γνωρίζοιο γνώριζομένου
3S γνωρίζεται γνωρίζετο γνώριζέσθω γνωρίζηται γνωρίζοιτο
1P γνώριζόμεθα γνώριζόμεθα γνώριζώμεθα γνώριζοίμεθα F. γνώριζομένη
2P γνωρίζεσθε γνωρίζεσθε γνωρίζεσθε γνωρίζησθε γνωρίζοισθε γνώριζομένης
3P γνωρίζονται γνωρίζοντο γνώριζέσθων γνωρίζωνται γνωρίζοιντο
2D γνωρίζεσθον γνώριζέσθην γνωρίζεσθον γνωρίζησθον γνώριζοίσθην N. γνώριζόμενον
3D γνωρίζεσθον γνώριζέσθην γνωρίζεσθων γνωρίζησθον γνωρίζοίσθην γνώριζομένου
Futur 1S γνωριθήσομαι γνωριθησοίμην γνωριθήσεσθαι M. γνωριθησόμενος
2S γνωριθήσει γνωριθήσοιο γνωριθησομένου
3S γνωριθήσεται γνωριθήσοιτο
1P γνωριθησόμεθα γνωριθησοίμεθα F. γνωριθησομένη
2P γνωριθήσεσθε γνωριθήσοισθε γνωριθησομένης
3P γνωριθήσονται γνωριθήσοιντο
2D γνωριθήσεσθον γνωριθησοίσθην N. γνωριθησόμενον
3D γνωριθήσεσθον γνωριθησοίσθην γνωριθησομένου
Aoriste 1S γνωρίσθην γνωρισθῶ γνωρισθείην γνωρισθῆναι M. γνωρισθείς
2S γνωρίσθης γνωρίσθητι γνωρισθῇς γνωρισθείης γνωρισθέντος
3S γνωρίσθη γνωρισθήτω γνωρισθῇ γνωρισσείη
1P γνωρίσθημεν γνωρισθῶμεν γνωρισθεῖμεν F. γνωρισθεῖσα
2P γνωρίσθητε σγνωρίθητε γνωρισθῆτε γνωρισθεῖτε γνωρισθεῖσης
3P γνωρίσθησαν γνωρισθέντων γνωρισθῶσι γνωρισθεῖεν
2D γνωρισθήτην γνωρίσθητον γνωρισθῆτον γνωρισθείτην N. γνωρισθέν
3D γνωρισθήτην γνωρισθήτων γνωρισθῆτον γνωρισθείτην γνωρισθέντος
Parfait
et
plus-que-parfait
1S γνώρισμαι γνωρίσμην γνωρισμένος γνωρισμένος εἴην γνωρῖσσθαι M. γνωρισμένος
2S γνώρισαι γνώρισο γνώρισο γνωρισμένος ᾔς γνωρισμένος εἴης γνωρισμένου
3S γνώρισται γνώριστο γνωρίσθω γνωρισμένος γνωρισμένος εἴη
1P γνώρισμεθα γνωρίσμεθα γνωρισμένοι ὦμεν γνωρισμένοι εἴμεν F. γνωρισμένη
2P γνώρισθε γνώρισθε γνώρισθε γνωρισμένοι ἦτε γνωρισμένοι εἴτε γνωρισμένης
3P γνώρισμένοι εἰσί(ν) γνώρισμένοι ἦσαν γνωρίσθων γνωρισμένοι ὦσι(ν) γνωρισμένοι εἴεν
2D γνωρίσθον γνωρίσθην γνώρισθον γνωρισμένω ἦτον γνωρισμένω εἴτην N. γνωρισμένον
3D γνώρισθον γνωρίσθην γνωρίσθων γνωρισμένω ἦτον γνωρισμένω εἴτην γνωρισμένου
Futur
ANTERIEUR
1S γνωρίσομαι γνωρισοίμην γνωρίσεσθαι M, γνωρισομένος
2S γνωρίσει γνωρίσοιο γνωρισομένου
3S γνωρίσεται γνωρίσοιτο
1P γνωρισόμεθα γνωρισοίμεθα γνωρισομένη
2P γνωρίσεσθε γνωρίσοισθε γνωρισομένης
3P γνωρίσονται γνωρίσοιντο
2D γνωρίσεσθον γνωρισοίσθην γνωρισόμενον
3D γνωρίσεσθον γνωρισοίσθην γνωρισομένου


Voix moyenne

Voix moyenne
Temps Mode Indicatif Impératif Subjonctif Optatif Infinitif Participe
Temps principaux Temps secondaires
Présent
et
imparfait
1S γνωρίζομαι γνώριζόμην γνωρίζωμαι γνώριζοίμην γνωρίζεσθαι M. γνωριζόμενος
2S γνωρίζει γνωρίζου γνωρίζου γνωρίζ γνωρίζοιο γνωριζομένου
3S γνωρίζεται γνωρίζετο γνώριζέσθω γνωρίζηται γνωρίζοιτο
1P γνώριζόμεθα γνώριζόμεθα γνώριζώμεθα γνώριζοίμεθα F. γνωριζομένη
2P γνωρίζεσθε γνωρίζεσθε γνωρίζεσθε γνωρίζησθε γνωρίζοισθε γνωριζομένης
3P γνωρίζονται γνωρίζοντο γνώριζέσθων γνωρίζωνται γνωρίζοιντο
2D γνωρίζεσθον γνώριζέσθην γνωρίζεσθον γνωρίζησθον γνώριζοίσθην N. γνωριζόμενος
3D γνωρίζεσθον γνώριζέσθην γνωρίζεσθων γνωρίζησθον γνωρίζοίσθην γνωριζομένου
Futur 1S γνωρίσομαι γνωρισοίμην γνωρίσεσθαι M. γνωρισόμενος
2S γνωρίσει (γνωρίζσῃ)} γνωρίσοιο γνωρισομένου
3S γνωρίσεται γνωρίσοιτο
1P γνωρισόμεθα γνωρισοίμεθα F. γνωρισομένη
2P γνωρίσεσθε γνωρίσοισθε γνωρισομένης
3P γνωρίσονται γνωρίσοιντο
2D γνωρίσεσθον γνωρισοίσθην N. γνωρισόμενον
3D γνωρίσεσθον γνωρισοίσθην γνωρισομένου
Aoriste 1S γνωρισάμην γνωρίσωμαι γνωρισαίμην γνωρίσασθαι M. γνωρισάμενος
2S γνωρίσω γνωρῖσαι γνωρισῇ γνωρίσαιο γνωρισαμένου
3S γνωρίσατο γνωρισάσθω γνωρίσηται γνωρίσαιτο
1P γνωρισάμεθα γνωρισώμεθα γνωρισαίμεθα F. γνωρισαμένη
2P γνωρίσασθε γνωρίσασθε γνωρίσησθε γνωρίσαισθε γνωρισαμέμης
3P γνωρίσαντο γνωρισάσθων γνωρίσωνται γνωρίσαιντο
2D γνωρισάσθην γνωρίσασθον γνωρίσησθον γνωρισαίθην N. γνωρισάμενον
3D γνωρίσασθην γνωρισάσθων γνωρίσησθον γνωρισαίθην γνωρισαμένοθ
Parfait
et
plus-que-parfait
1S γνώρισμαι γνωρίσμην γνωρισμένος γνωρισμένος εἴην γνωρῖσσθαι M. γνωρισμένος
2S γνώρισαι γνώρισο γνώρισο γνωρισμένος ᾔς γνωρισμένος εἴης γνωρισμένου
3S γνώρισται γνώριστο γνωρίσθω γνωρισμένος γνωρισμένος εἴη
1P γνώρισμεθα γνωρίσμεθα γνωρισμένοι ὦμεν γνωρισμένοι εἴμεν F. γνωρισμένη
2P γνώρισθε γνώρισθε γνώρισθε γνωρισμένοι ἦτε γνωρισμένοι εἴτε γνωρισμένης
3P γνώρισμένοι εἰσί(ν) γνώρισμένοι ἦσαν γνωρίσθων γνωρισμένοι ὦσι(ν) γνωρισμένοι εἴεν
2D γνωρίσθον γνωρίσθην γνώρισθον γνωρισμένω ἦτον γνωρισμένω εἴτην N. γνωρισμένον
3D γνώρισθον γνωρίσθην γνωρίσθων γνωρισμένω ἦτον γνωρισμένω εἴτην γνωρισμένου