Aller au contenu

ὁπλίτης

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Voir aussi : οπλίτης
De ὅπλον, hóplon (« outil ») et -ίτης, -ítês (« -ite »).

ὁπλίτης, hoplítês *\ho.ˈpliː.tɛːs\

  1. Armé.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ὁπλίτης οἱ ὁπλίται τὼ ὁπλίτα
Vocatif ὁπλίτα ὁπλίται ὁπλίτα
Accusatif τὸν ὁπλίτην τοὺς ὁπλίτας τὼ ὁπλίτα
Génitif τοῦ ὁπλίτου τῶν ὁπλιτῶν τοῖν ὁπλίταιν
Datif τῷ ὁπλίτ τοῖς ὁπλίταις τοῖν ὁπλίταιν
Ἀθηναῖος ὁπλίτης μεθ’ ὅπλῳ.

ὁπλίτης, hoplítês *\ho.ˈpliː.tɛːs\ masculin

  1. (Militaire) Hoplite, soldat pesamment armé.

Références

[modifier le wikicode]