Aller au contenu

ὁλογραφία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de ὁλόγραφος, hológraphos (« écrit en entier »), avec le suffixe -ία, -ía. Référence nécessaire
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ὁλογραφία αἱ ὁλογραφιαι τὼ ὁλογραφία
Vocatif ὁλογραφία ὁλογραφιαι ὁλογραφία
Accusatif τὴν ὁλογραφίαν τὰς ὁλογραφίας τὼ ὁλογραφία
Génitif τῆς ὁλογραφίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν ὁλογραφίαιν
Datif τῇ ὁλογραφί ταῖς ὁλογραφίαις τοῖν ὁλογραφίαιν

ὁλογραφία, holographía *\ho.lo.ɡra.ˈpʰi.aː\ (Ancienne écriture : ὁλογϱαϕία)

  1. Testament holographe.