Aller au contenu

ὀρθογραφία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Voir aussi : ορθογραφία
De ὀρθογράφος, orthográphos (« bon scribe ») et -ία, -ía.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ὀρθογραφία αἱ ὀρθογραφιαι τὼ ὀρθογραφία
Vocatif ὀρθογραφία ὀρθογραφιαι ὀρθογραφία
Accusatif τὴν ὀρθογραφίαν τὰς ὀρθογραφίας τὼ ὀρθογραφία
Génitif τῆς ὀρθογραφίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν ὀρθογραφίαιν
Datif τῇ ὀρθογραφί ταῖς ὀρθογραφίαις τοῖν ὀρθογραφίαιν

ὀρθογραφία, orthographía *\or.tʰo.ɡra.ˈpʰi.aː\ féminin

  1. Écriture correcte, orthographe.
  2. Orthographie.

Références

[modifier le wikicode]