Aller au contenu

ἱστοριογραφία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de ἱστοριόγραφος, historiographos (« historien »), avec le suffixe -ία, -ía.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ἱστοριογραφία αἱ ἱστοριογραφιαι τὼ ἱστοριογραφία
Vocatif ἱστοριογραφία ἱστοριογραφιαι ἱστοριογραφία
Accusatif τὴν ἱστοριογραφίαν τὰς ἱστοριογραφίας τὼ ἱστοριογραφία
Génitif τῆς ἱστοριογραφίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν ἱστοριογραφίαιν
Datif τῇ ἱστοριογραφί ταῖς ἱστοριογραφίαις τοῖν ἱστοριογραφίαιν

ἱστοριογραφία, historiographía *\his.to.ri.o.ɡra.ˈpʰi.aː\ féminin

  1. Historiographie, art de l'historiographe.

Références

[modifier le wikicode]