Aller au contenu

ἰδιοσυγκρασία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot composé de ἴδιος, ídios (« propre, particulier ») et de σύγκρασις, súnkrasis (« mélange »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ἰδιοσυγκρασία αἱ ἰδιοσυγκρασιαι τὼ ἰδιοσυγκρασία
Vocatif ἰδιοσυγκρασία ἰδιοσυγκρασιαι ἰδιοσυγκρασία
Accusatif τὴν ἰδιοσυγκρασίαν τὰς ἰδιοσυγκρασίας τὼ ἰδιοσυγκρασία
Génitif τῆς ἰδιοσυγκρασίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν ἰδιοσυγκρασίαιν
Datif τῇ ἰδιοσυγκρασί ταῖς ἰδιοσυγκρασίαις τοῖν ἰδιοσυγκρασίαιν

ἰδιοσυγκρασία, idiosugkrasía *\i.di.o.syŋ.kra.ˈsi.aː\ féminin

  1. Idiosyncrasie, tempérament particulier.

Références

[modifier le wikicode]