Aller au contenu

Ἑκατόγχειρες

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Composé de ἑκατόν, hekatón (« cent ») et de χείρ, kheír (« main »), littéralement « cent mains ».
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif Ἑκατόγχειρ οἱ Ἑκατόγχειρες τὼ Ἑκατόγχειρε
Vocatif Ἑκατόγχειρ Ἑκατόγχειρες Ἑκατόγχειρε
Accusatif τὸν Ἑκατόγχειρα τοὺς Ἑκατόγχειρας τὼ Ἑκατόγχειρε
Génitif τοῦ Ἑκατόγχειρος τῶν Ἑκατόγχειρων τοῖν Ἑκατόγχειροιν
Datif τῷ Ἑκατόγχειρι τοῖς [[{{{4}}}ι|{{{4}}}ι]]
[[{{{4}}}ιν|{{{4}}}ιν]]
τοῖν Ἑκατόγχειροιν

Ἑκατόγχειρες, Hekatónkheires *\Prononciation ?\ masculin pluriel

  1. (Mythologie grecque) Hécatonchires.