Aller au contenu

ἀποπομπαῖος τράγος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Composé de ἀποπομπαῖος, apopompaîos (« expiatoire ») et de τράγος, trágos (« bouc »), vocalisation alternative de l’hébreu ancien שָׂעִיר לַעֲזָאזֵל, saʿír laʿazazél (« bouc à Azazel »).

Locution nominale

[modifier le wikicode]
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ἀποπομπαῖος τράγος οἱ ἀποπομπαῖοι τράγοι τὼ ἀποπομπαίω τράγω
Vocatif ἀποπομπαῖε τράγε ἀποπομπαῖοι τράγοι ἀποπομπαίω τράγω
Accusatif τὸν ἀποπομπαῖον τράγον τοὺς ἀποπομπαίους τράγους τὼ ἀποπομπαίω τράγω
Génitif τοῦ ἀποπομπαίου τράγου τῶν ἀποπομπαίων τράγων τοῖν ἀποπομπαίοιν τράγοιν
Datif τῷ ἀποπομπαίῳ τράγῳ τοῖς ἀποπομπαίοις τράγοις τοῖν ἀποπομπαίοιν τράγοιν

ἀποπομπαῖος τράγος, apopompaîos trágos \a.po.pom.ˈpai̯ˌ.os ˈtra.ɡos\ masculin (Ancienne écriture : ἀϖοϖομϖαῖος τϱάγος)

  1. Bouc émissaire.
    • Οὐκ ἔτι ἐν ἀλλοτρίοις ὁλοκαυτώμασι, καὶ μόσχοις, καὶ κριοῖς· οὐκ ἔτι περιτομὴ, καὶ σαββάτου φυλακή· οὐκ ἔτι ναὸς, καὶ βωμὸς, καὶ τράγος ἀποπομπαῖος, καὶ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων· οὐκ ἔτι σκιὰ, καὶ λατρεία, καὶ σάββατα διεψευσμένα. — (Jean Chrysostome, Εἰς τὴν Σαμαρεῖτιν)
      .