Aller au contenu

ἀκόρεστος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Variante attique de ἀκόρητος, de κορέννυμι.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ἀκόρεστος ἀκόρεστος ἀκόρεστον
vocatif ἀκόρεστε ἀκόρεστε ἀκόρεστον
accusatif ἀκόρεστον ἀκόρεστον ἀκόρεστον
génitif ἀκόρεστου ἀκόρεστου ἀκόρεστου
datif ἀκόρεστ ἀκόρεστ ἀκόρεστ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ἀκόρεστω ἀκόρεστω ἀκόρεστω
vocatif ἀκόρεστω ἀκόρεστω ἀκόρεστω
accusatif ἀκόρεστω ἀκόρεστω ἀκόρεστω
génitif ἀκόρεστοιν ἀκόρεστοιν ἀκόρεστοιν
datif ἀκόρεστοιν ἀκόρεστοιν ἀκόρεστοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ἀκόρεστοι ἀκόρεστοι ἀκόρεστα
vocatif ἀκόρεστοι ἀκόρεστοι ἀκόρεστα
accusatif ἀκόρεστους ἀκόρεστους ἀκόρεστα
génitif ἀκόρεστων ἀκόρεστων ἀκόρεστων
datif ἀκόρεστοις ἀκόρεστοις ἀκόρεστοις

ἀκόρεστος, akorestos

  1. Insatiable, inépuisable.
  2. Qui ne cause aucune satiété.

Références

[modifier le wikicode]