Aller au contenu

χρηστομάθεια

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de χρηστομαθής, khrêstomathếs, avec le suffixe -ία, -ía.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif χρηστομάθεια αἱ χρηστομαθειαι τὼ χρηστομαθεία
Vocatif χρηστομάθεια χρηστομαθειαι χρηστομαθεία
Accusatif τὴν χρηστομάθειαν τὰς χρηστομαθείας τὼ χρηστομαθεία
Génitif τῆς χρηστομαθείας τῶν χρηστομαθεῖῶν τοῖν χρηστομαθείαιν
Datif τῇ χρηστομαθεί ταῖς χρηστομαθείαις τοῖν χρηστομαθείαιν

χρηστομάθεια, khrêstomátheia *\kʰrɛː.sto.ˈma.tʰeː.a\ féminin (Ancienne écriture : χϱηστομάϑεια)

  1. Étude des choses utiles, bonne instruction.
  2. Chrestomathie.

Références

[modifier le wikicode]