χρεοκοπημένος
Apparence
(Redirigé depuis χρεωκοπημένος)
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du verbe χρεοκοπώ khreokopó (« faire banqueroute »).
Nom commun
[modifier le wikicode]χρεοκοπημένος \xɾɛ.ɔ.kɔ.pi.ˈmɛ.nɔs\ masculin
χρεοκοπημένος \xɾɛ.ɔ.kɔ.pi.ˈmɛ.nɔs\ masculin