Aller au contenu

φάνταγμα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du verbe φαντάζω, phantázô lui-même issu du verbe φαίνω, phaínô.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ φάνταγμα τὰ φαντάγματα τὼ φαντάγματε
Vocatif φάνταγμα φαντάγματα φαντάγματε
Accusatif τὸ φάνταγμα τὰ φαντάγματα τὼ φαντάγματε
Génitif τοῦ φαντάγματος τῶν φανταγμάτων τοῖν φανταγμάτοιν
Datif τῷ φαντάγματι τοῖς φαντάγμασι(ν) τοῖν φανταγμάτοιν

φάνταγμα, phántagma *\ˈpʰan.taɡ.ma\ neutre (Ancienne écriture : ϕάνταγμα)

  1. Forme ionienne de φάντασμα.