Aller au contenu

στόρθυγξ

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De στόρθη, stórthê (« pointe »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif στόρθυγξ αἱ στόρθυγγες τὼ στόρθυγγε
Vocatif στόρθυγξ στόρθυγγες στόρθυγγε
Accusatif τὴν στόρθυγγα τὰς στόρθυγγας τὼ στόρθυγγε
Génitif τῆς στόρθυγγός τῶν στόρθυγγῶν τοῖν στόρθυγγοῖν
Datif τῇ στόρθυγγί ταῖς στόρθυγγοί(ν) τοῖν στόρθυγγοῖν

στόρθυγξ, stórthunx *\stór.tʰyŋks\ masculin ou féminin (l’usage hésite)

  1. Pointe.
  2. Corne pointue, andouiller.
  3. Dent pointue, défense de sanglier.

Références

[modifier le wikicode]