Aller au contenu

στρατηγός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Dérivé de στρατός, stratós (« armée ») et ἄγω, ágô (« conduire »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif στρατηγός οἱ στρατηγοί τὼ στρατηγώ
Vocatif στρατηγέ στρατηγοί στρατηγώ
Accusatif τὸν στρατηγόν τοὺς στρατηγούς τὼ στρατηγώ
Génitif τοῦ στρατηγοῦ τῶν στρατηγῶν τοῖν στρατηγοῖν
Datif τῷ στρατηγ τοῖς στρατηγοῖς τοῖν στρατηγοῖν

στρατηγός, strategós *\stra.tɛː.ˈɡos\ masculin (Ancienne écriture : στϱατηγός)

  1. (Militaire) Stratège, général.