Aller au contenu

σκλήρωσις

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De σκληρόω (« durcir ») avec le suffixe -σις.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif σκλήρωσις αἱ σκληρώσεις τὼ σκληρώσει
Vocatif σκλήρωσι σκληρώσεις σκληρώσει
Accusatif τὴν σκλήρωσιν τὰς σκληρώσεις τὼ σκληρώσει
Génitif τῆς σκληρώσεως τῶν σκληρώσεων τοῖν σκληρωσέοιν
Datif τῇ σκληρώσει ταῖς σκληρώσεσι(ν) τοῖν σκληρωσέοιν

σκλήρωσις, sklếrôsis *\ˈsklɛː.rɔː.sis\ féminin

  1. Durcissement.

Apparentés étymologiques

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]