Aller au contenu

σάκχαρις

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du sanskrit शर्करा, śarkarā.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif σάκχαρις αἱ σακχάρεις τὼ σακχάρει
Vocatif σάκχαρι σακχάρεις σακχάρει
Accusatif τὴν σάκχαριν τὰς σακχάρεις τὼ σακχάρει
Génitif τῆς σακχάρεως τῶν σακχάρεων τοῖν σακχαρέοιν
Datif τῇ σακχάρει ταῖς σακχάρεσι(ν) τοῖν σακχαρέοιν

σάκχαρις, sákkharis *\ˈsa.kʰːa.ris\ féminin (Ancienne écriture : σάϰχαϱις)

  1. Sucre.
    • πισσέλαιον, σάκχαρις, στέαρ ποταμίων ἰχθύων ἐν ἡλίῳ ἀποτακὲν καὶ μιγὲν μέλιτι, <καὶ> χολαὶ δὲ πέρδικος ἀγρίας, ἰχθύος τοῦ καλλιωνύμου, σκορπίου ἰχθύος, χελώνης θαλασσίας, ὑαίνης, αἰγὸς ἀγρίας, σὺν μέλιτι πᾶσαι. — (Dioscoride, Περὶ ἁπλῶν φαρμάκων, 1, 40, 4, 6)

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]