Aller au contenu

παροργισμός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De παροργίζω, composé de παρά, pará et de ὀργίζω, orgizô (« irriter »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif παροργισμός οἱ παροργισμοί τὼ παροργισμώ
Vocatif παροργισμέ παροργισμοί παροργισμώ
Accusatif τὸν παροργισμόν τοὺς παροργισμούς τὼ παροργισμώ
Génitif τοῦ παροργισμοῦ τῶν παροργισμῶν τοῖν παροργισμοῖν
Datif τῷ παροργισμ τοῖς παροργισμοῖς τοῖν παροργισμοῖν

παροργισμός, parorgismós masculin

  1. Provocation.
  2. Irritation.
    • ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν (Éphésiens 4/26)
      que le soleil ne se couche pas sur votre irritation.

Références

[modifier le wikicode]