Aller au contenu

νυκτερίς

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De νύκτερος, núkteros (« nocturne »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif νυκτερίς αἱ νυκτερίδες τὼ νυκτερίδε
Vocatif νυκτερί νυκτερίδες νυκτερίδε
Accusatif τὴν νυκτερίδα τὰς νυκτερίδας τὼ νυκτερίδε
Génitif τῆς νυκτερίδος τῶν νυκτερίδων τοῖν νυκτερίδοιν
Datif τῇ νυκτερίδι ταῖς νυκτερίσι(ν) τοῖν νυκτερίδοιν

νυκτερίς, nukterís *\nyk.te.ˈris\ féminin

Νυκτερίς
  1. (Zoologie) Chauve-souris.