Aller au contenu

μέδων

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du verbe μέδω, médô (« commander »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif μέδων οἱ μέδοντες τὼ μέδοντε
Vocatif μέδων μέδοντες μέδοντε
Accusatif τὸν μέδοντα τοὺς μέδοντας τὼ μέδοντε
Génitif τοῦ μέδοντος τῶν μεδόντων τοῖν μεδόντοιν
Datif τῷ μέδοντι τοῖς μέδουσι(ν) τοῖν μεδόντοιν

μέδων, médôn *\ˈme.dɔːn\ masculin

  1. Seigneur.

Références

[modifier le wikicode]