Aller au contenu

λέων

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Voir aussi : Λέων
De l’indo-européen commun *lewo-.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif λέων οἱ λέοντες τὼ λέοντε
Vocatif λέων λέοντες λέοντε
Accusatif τὸν λέοντα τοὺς λέοντας τὼ λέοντε
Génitif τοῦ λέοντος τῶν λεόντων τοῖν λεόντοιν
Datif τῷ λέοντι τοῖς λέουσι(ν) τοῖν λεόντοιν
Λέων.

λέων, léôn *\ˈle.ɔːn\ masculin

  1. Lion.
    • πολλοὶ μὲν γὰρ λέουσι τῶν ἀνδρῶν εἴξασι καὶ Κενταύροις καὶ τοιούτοισιν ἑτέροις — (Plato, Polit. 291.a.9)
      .
    • σῶσόν με ἐκ στόματος λέοντος
      .

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]