δοῦλος
Apparence
:
Étymologie
[modifier le wikicode]- Issu du mycénien dohelos[1], emprunt au phénicien *dōʾēlu « serviteur, domestique » ; à rapprocher du babylonien tardif dajjālu et du judéo-araméen dayyālā.[2]
Adjectif
[modifier le wikicode]δοῦλος, doûlos *\ˈdoːˌ.los\ masculin
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | ὁ | δοῦλος | οἱ | δοῦλοι | τὼ | δούλω |
Vocatif | δοῦλε | δοῦλοι | δούλω | |||
Accusatif | τὸν | δοῦλον | τοὺς | δούλους | τὼ | δούλω |
Génitif | τοῦ | δούλου | τῶν | δούλων | τοῖν | δούλοιν |
Datif | τῷ | δούλῳ | τοῖς | δούλοις | τοῖν | δούλοιν |
δοῦλος, doûlos *\ˈdoːˌlos\ masculin
Dérivés
[modifier le wikicode]par suffixation
- δουλαγωγέω
- δουλαγωγία
- δουλαπατία
- δουλάριον
- δουλεία
- δουλείας
- δούλειος
- δουλέκδουλος
- δούλευμα
- δουλευτέον
- δουλεύω
- δούλη
- δουληΐη
- δουλία
- δουλικός
- δουλικῶς
- δούλιος
- δουλίς
- Δουλιχιεύς
- Δοθλίχιον
- Δοθλίχιοι
- Δουλιχιόνδε
- δουλιχόδειρος
- δουλιχόεις
- δουλόβοτος
- δουλογραφεῖον
- δουλογραφέω
- δουλοδιδάσκαλος
- δουλοκρατέομαι
- δουλοκρατία
- δουλόμορφος
- δουλοπόνηρος
- δουλοπρέπεια
- δουλοπρεπής
- δουλοπρεπῶς
- δουλόω
- δουλόσπορος
- δουλοσύνη
- δουλόσυνος
- δουλότροπος
- δουλοφανής
- δουλόψυχος
- δούλωσις
composés en -δουλος
- ἄδουλος (« sans esclave »)
- ἀμφίδουλος (« esclave de par son père et sa mère »)
- ἀντίδουλος (« à la place d'un esclave »)
- ἐθελόδουλος (« de servitude volontaire »)
- γαστρίδουλος (« esclave de son estomac »)
- ἱερόδουλος (« esclave sacré »)
- μικρόδουλος (« petit serviteur »)
- μεγαλόδουλος (« grand serviteur »)
- ὁμόδουλος, σύνδουλος (« co-esclave »)
- πρόδουλος (« esclave »)
- τρίδουλος (« très esclave »)
Dérivés dans d’autres langues
[modifier le wikicode]- Grec : δούλος
Références
[modifier le wikicode]- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901 → consulter cet ouvrage
- Julius Pokorny, Indogermanisches etymologisches Wörterbuch, 1959 → consulter cet ouvrage
- Notes