Aller au contenu

δογματίας

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De δόγμα, dógma (« opinion, dogme »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif δογματίας οἱ δογματίαι τὼ δογματία
Vocatif δογματία δογματίαι δογματία
Accusatif τὸν δογματίαν τοὺς δογματίας τὼ δογματία
Génitif τοῦ δογματίου τῶν {{{2}}}ιῶν τοῖν δογματίαιν
Datif τῷ δογματί τοῖς δογματίαις τοῖν δογματίαιv

δογματίας, dogmatías *\Prononciation ?\ masculin

  1. Personne sentencieuse.

Références

[modifier le wikicode]